μειρακίσκη

μειρακίσκη
μειρᾰκ-ίσκη, , Dim. of μεῖραξ,
A little girl, Ar.Ra.411 (lyr.), and (in iron. sense) Pl.963.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μειρακίσκη — μειρακίσκη, ἡ (Α) [μείραξ] 1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκη — little girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκην — μειρακίσκη little girl fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειρακίσκης — μειρακίσκη little girl fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”